Υποχρεωτικός στα δανικά

Μετάφραση: υποχρεωτικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
obligatorisk, er obligatorisk, obligatoriske
Υποχρεωτικός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υποχρεωτικός

υποχρεωτικόσ ο κλειδάριθμοσ, υποχρεωτικός εμβολιασμός, υποχρεωτικός αντιθετο, υποχρεωτικός εξοπλισμός σκάφους, υποχρεωτικός στα αγγλικά, υποχρεωτικός λεξικό γλώσσας δανικά, υποχρεωτικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • υποφερτός στα δανικά - sufferable
  • υποχρέωση στα δανικά - pligt, forpligtelse, forpligtelsen, forpligtelse til, forpligtet
  • υποχρεώνω στα δανικά - forpligter, forpligte, obligate, obligat
  • υποχωρητικός στα δανικά - kompatibel, kompatibelt, kompatible, opfylder
Τυχαίες λέξεις
Υποχρεωτικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: obligatorisk, er obligatorisk, obligatoriske