Υποχρεωτικός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: υποχρεωτικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
compulsório, obrigatório, obrigatória, aplicabilidade, obrigatórias, obrigatórios
Υποχρεωτικός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υποχρεωτικός

υποχρεωτικόσ ο κλειδάριθμοσ, υποχρεωτικός εμβολιασμός, υποχρεωτικός αντιθετο, υποχρεωτικός εξοπλισμός σκάφους, υποχρεωτικός στα αγγλικά, υποχρεωτικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, υποχρεωτικός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • υποφερτός στα πορτογαλικά - sufferable, suportáveis, sofrível, sofríveis, suportável
  • υποχρέωση στα πορτογαλικά - obrigação, dever, desagradável, obrigação de, obrigações, a obrigação
  • υποχρεώνω στα πορτογαλικά - obrigação, penhorar, obrigar, obriga, obrigam, obrigará, obriga a
  • υποχωρητικός στα πορτογαλικά - complacente, compatível, conformidade, compatível com, em conformidade
Τυχαίες λέξεις
Υποχρεωτικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: compulsório, obrigatório, obrigatória, aplicabilidade, obrigatórias, obrigatórios