Φαινομενικός στα δανικά
Μετάφραση: φαινομενικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilsyneladende, fremgår, fremgaar, tydeligt, synlige
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φαινομενικός
φαινομενικός όγκος κατανομής, φαινομενικός συνώνυμο, φαινομενικός συνώνυμα, φαινομενικός αγγλικα, φαινομενικός λεξικό γλώσσας δανικά, φαινομενικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- φαιδρός στα δανικά - væn, Winsome, vindende, indtagende, saa væn
- φαινομενικά στα δανικά - angiveligt, tilsyneladende, angiveligt for, tilsyneladende er, der tilsyneladende
- φαιός στα δανικά - grålig, grå, meleret, gråt, grey
- φακές στα δανικά - linser, linserne, af linser
Τυχαίες λέξεις
Φαινομενικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tilsyneladende, fremgår, fremgaar, tydeligt, synlige
Μεταφράσεις: tilsyneladende, fremgår, fremgaar, tydeligt, synlige