Φαινομενικός στα ουγγρικά
Μετάφραση: φαινομενικός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fenomenális, látszólagos, nyilvánvaló, látható, nyilvánvalóvá, kitűnik
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φαινομενικός
φαινομενικός όγκος κατανομής, φαινομενικός συνώνυμο, φαινομενικός συνώνυμα, φαινομενικός αγγλικα, φαινομενικός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, φαινομενικός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- φαιδρός στα ουγγρικά - élvhajhászó, megnyerő, elbájoló
- φαινομενικά στα ουγγρικά - látszólag, állítólag, a látszólag, állítólagosan, látszólagosan
- φαιός στα ουγγρικά - borongós, szürke, a szürke, grey
- φακές στα ουγγρικά - lencse, lencsét, a lencse, a lencsét, lencsék
Τυχαίες λέξεις
Φαινομενικός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: fenomenális, látszólagos, nyilvánvaló, látható, nyilvánvalóvá, kitűnik
Μεταφράσεις: fenomenális, látszólagos, nyilvánvaló, látható, nyilvánvalóvá, kitűnik