Φαινομενικός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: φαινομενικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aparente, óbvio, inequívoco, patente, evidente, simples, manifesto, resulta, aparentes, evidentes
Φαινομενικός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φαινομενικός

φαινομενικός όγκος κατανομής, φαινομενικός συνώνυμο, φαινομενικός συνώνυμα, φαινομενικός αγγλικα, φαινομενικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, φαινομενικός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • φαιδρός στα πορτογαλικά - feliz, festivo, jovial, mérito, alegre, insinuante, cativante, ...
  • φαινομενικά στα πορτογαλικά - evidentemente, aparentemente, ostensivamente, ostensibly, supostamente, ostensiva
  • φαιός στα πορτογαλικά - cumprimento, saudação, felicitação, cinzento, cinza, cinzenta, cinzas, ...
  • φακές στα πορτογαλικά - lentilhas, lentilha, as lentilhas, lentils
Τυχαίες λέξεις
Φαινομενικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: aparente, óbvio, inequívoco, patente, evidente, simples, manifesto, resulta, aparentes, evidentes