Φαινομενικός στα ιταλικά
Μετάφραση: φαινομενικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
evidente, ovvio, fenomenale, manifesto, apparente, palese, risulta, evidenti, emerge
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φαινομενικός
φαινομενικός όγκος κατανομής, φαινομενικός συνώνυμο, φαινομενικός συνώνυμα, φαινομενικός αγγλικα, φαινομενικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, φαινομενικός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- φαιδρός στα ιταλικά - giocondo, lieto, festoso, allegro, gioioso, gaio, attraente, ...
- φαινομενικά στα ιταλικά - evidentemente, apparentemente, apparenza, in apparenza, apparente, ostentatamente
- φαιός στα ιταλικά - grigio, grigia, grigi, grey, grigie
- φακές στα ιταλικά - lenticchie, le lenticchie, di lenticchie, lenticchia, lentils
Τυχαίες λέξεις
Φαινομενικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: evidente, ovvio, fenomenale, manifesto, apparente, palese, risulta, evidenti, emerge
Μεταφράσεις: evidente, ovvio, fenomenale, manifesto, apparente, palese, risulta, evidenti, emerge