Χρησιμεύω στα δανικά

Μετάφραση: χρησιμεύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
nytte, Lagerstatus, benyt, benytte, held
Χρησιμεύω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χρησιμεύω

χρησιμεύω συνώνυμα, χρησιμεύω λεξικό γλώσσας δανικά, χρησιμεύω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • χρηματοκιβώτιο στα δανικά - pengeskab, sikker, sikkert, sikre, safeboks
  • χρηματομεσίτης στα δανικά - børsmægler, børsmæglerselskab, fondsmæglerselskab, børsmæglerens, fondsmægler
  • χρησιμοποιώ στα δανικά - brug, tilbringe, benytte, benyttelse, anvendelse, anvendelsen, brugen, ...
  • χρησιμότητα στα δανικά - nytte, hjælpeprogram, værktøj, hjælpeprogrammet, anvendelighed
Τυχαίες λέξεις
Χρησιμεύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: nytte, Lagerstatus, benyt, benytte, held