Χρησιμεύω στα ολλανδικά

Μετάφραση: χρησιμεύω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
baat, baten, nut, gebruik maken, tevergeefs, Beschikbare
Χρησιμεύω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χρησιμεύω

χρησιμεύω συνώνυμα, χρησιμεύω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, χρησιμεύω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • χρηματοκιβώτιο στα ολλανδικά - behouden, veilig, zeker, safe, condoom, geborgen, kapotje, ...
  • χρηματομεσίτης στα ολλανδικά - makelaar, effectenhandelaar, effectenmakelaar, commissionair, wisselagent, beursvennootschap
  • χρησιμοποιώ στα ολλανδικά - doel, betrekking, leggen, gewoonte, gebruiken, baan, benutten, ...
  • χρησιμότητα στα ολλανδικά - nut, utility, utiliteit, hulpprogramma, tool
Τυχαίες λέξεις
Χρησιμεύω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: baat, baten, nut, gebruik maken, tevergeefs, Beschikbare