Χρησιμεύω στα ισλανδικά
Μετάφραση: χρησιμεύω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
duga, gagn, nýta, notfært, Aðg, um slíkan
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χρησιμεύω
χρησιμεύω συνώνυμα, χρησιμεύω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, χρησιμεύω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- χρηματοκιβώτιο στα ισλανδικά - öruggur, hættulaus, öruggt, örugg, óhætt, öryggishólf
- χρηματομεσίτης στα ισλανδικά - verðbréfasali, verðbréfamiðlari, verðbréfafyrirtækinu
- χρησιμοποιώ στα ισλανδικά - not, gagn, hagnýting, notkun, nota, að nota, Notkunin, ...
- χρησιμότητα στα ισλανδικά - gagnsemi, tól, notagildi, tól til, gagnsemi af
Τυχαίες λέξεις
Χρησιμεύω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: duga, gagn, nýta, notfært, Aðg, um slíkan
Μεταφράσεις: duga, gagn, nýta, notfært, Aðg, um slíkan