Χρησιμεύω στα τσεχικά

Μετάφραση: χρησιμεύω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
užitek, prospěch, využívat, využít, Dostupnost Balení, Dostupnost, dostup, dis
Χρησιμεύω στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χρησιμεύω

χρησιμεύω συνώνυμα, χρησιμεύω λεξικό γλώσσας τσεχικά, χρησιμεύω στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • χρηματοκιβώτιο στα τσεχικά - bezpečný, jistý, spolehlivý, trezor, sejf, bezpečné, bezpečná
  • χρηματομεσίτης στα τσεχικά - makléř, prostředník, dohodce, zprostředkovatel, jednatel, dohazovač, stockbroker, ...
  • χρησιμοποιώ στα τσεχικά - spotřebovat, výhoda, praxe, užívat, obyčej, používat, potřebnost, ...
  • χρησιμότητα στα τσεχικά - užitek, prospěšnost, užitečnost, nástroj, utilita
Τυχαίες λέξεις
Χρησιμεύω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: užitek, prospěch, využívat, využít, Dostupnost Balení, Dostupnost, dostup, dis