Ύψιστος στα δανικά

Μετάφραση: ύψιστος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
højeste, højest, største, størst, højst
Ύψιστος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ύψιστος

ύψιστος λεξικό γλώσσας δανικά, ύψιστος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ύφεση στα δανικά - lavtryk, recession, recessionen, afmatning, lavkonjunktur, tilbagegang
  • ύφος στα δανικά - måde, facon, stil, style, behov, typografi
  • ύψος στα δανικά - højde, øverst, højdepunkt, toppunkt, højden
  • ύψωση στα δανικά - toppunkt, højdepunkt, øverst, stige, stiger, rejse, at stige, ...
Τυχαίες λέξεις
Ύψιστος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: højeste, højest, største, størst, højst