Ύψιστος στα τούρκικα

Μετάφραση: ύψιστος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aşırı, en yüksek, yüksek, en, en üst, üst
Ύψιστος στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ύψιστος

ύψιστος λεξικό γλώσσας τούρκικα, ύψιστος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ύφεση στα τούρκικα - baskı, durgunluk, resesyon, durgunluğun, daralma, resesyonun
  • ύφος στα τούρκικα - tarz, moda, tavır, üslup, usul, şekil, tip, ...
  • ύψος στα τούρκικα - irtifa, doruk, tepe, yükseklik, boy, zirve, endam, ...
  • ύψωση στα τούρκικα - doruk, zirve, artış, yükselmeye, artmaya, yükselecek, yükselme
Τυχαίες λέξεις
Ύψιστος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: aşırı, en yüksek, yüksek, en, en üst, üst