Ύψιστος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ύψιστος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
maior, mais alta, mais alto, mais elevado, mais elevada
Ύψιστος στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ύψιστος

ύψιστος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ύψιστος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ύφεση στα πορτογαλικά - crise, absolvição, recessão, retirada, recession, a recessão, de recessão
  • ύφος στα πορτογαλικά - maneira, modo, intitular, forma, estábulo, chiqueiro, moda, ...
  • ύψος στα πορτογαλικά - altura, altitude, pico, vértice, extremidade, talão, salto, ...
  • ύψωση στα πορτογαλικά - vértice, extremidade, ápice, pico, cume, cimo, subir, ...
Τυχαίες λέξεις
Ύψιστος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: maior, mais alta, mais alto, mais elevado, mais elevada