Ανακοπή στα εσθονικά

Μετάφραση: ανακοπή, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vedrustus, peatamine, ebaedu, rike, ebaõnnestumine, jätmise, rikke
Ανακοπή στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανακοπή

ανακοπή κατά κεδε, ανακοπή κεδε, ανακοπή ερημοδικίας στο εφετείο, ανακοπή κατά δήλωσης τρίτου, ανακοπή κεδε υπόδειγμα, ανακοπή λεξικό γλώσσας εσθονικά, ανακοπή στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ανακοινώνω στα εσθονικά - avalik, kuulutama, teadustama, avaldama, suhtlema, teatama, edastama, ...
  • ανακολουθία στα εσθονικά - ebakõla, vasturääkivus, järjekindlusetus, vastuolu, vasturääkivusi, järjekindlusetust
  • ανακουφίζω στα εσθονικά - leevendama, vaigistama, kergendama, mugavus, Comfort, mugavuse, mugavust, ...
  • ανακούφιση στα εσθονικά - reljeef, vabastus, abi, leevendust, kergendust, asendus-
Τυχαίες λέξεις
Ανακοπή στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: vedrustus, peatamine, ebaedu, rike, ebaõnnestumine, jätmise, rikke