Ανακοπή στα τούρκικα

Μετάφραση: ανακοπή, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
başarısızlık, yetmezliği, hatası, arızası, arıza
Ανακοπή στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανακοπή

ανακοπή κατά κεδε, ανακοπή κεδε, ανακοπή ερημοδικίας στο εφετείο, ανακοπή κατά δήλωσης τρίτου, ανακοπή κεδε υπόδειγμα, ανακοπή λεξικό γλώσσας τούρκικα, ανακοπή στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ανακοινώνω στα τούρκικα - bildiri, bildirmek, iletişim kurmak, iletişim, iletişime, iletişim kurma, haberleşmek
  • ανακολουθία στα τούρκικα - tutarsızlık, uyumsuzluk, tutarsızlığı, bir tutarsızlık, çelişki
  • ανακουφίζω στα τούρκικα - kurtarmak, azaltmak, konfor, Comfort, konforu, rahatlık, rahat
  • ανακούφιση στα τούρκικα - yardım, kabartma, rahatlama, bir rahatlama, rölyef
Τυχαίες λέξεις
Ανακοπή στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: başarısızlık, yetmezliği, hatası, arızası, arıza