Ανακοπή στα ουγγρικά

Μετάφραση: ανακοπή, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rugózás, szuszpenzió, félbeszakítás, kerékfelfüggesztés, beszüntetés, felfüggesztés, kudarc, hiba, nem, elmulasztása, meghibásodása
Ανακοπή στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανακοπή

ανακοπή κατά κεδε, ανακοπή κεδε, ανακοπή ερημοδικίας στο εφετείο, ανακοπή κατά δήλωσης τρίτου, ανακοπή κεδε υπόδειγμα, ανακοπή λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ανακοπή στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • ανακοινώνω στα ουγγρικά - közöl, kommunikálni, közli, kommunikálnak, kommunikál
  • ανακολουθία στα ουγγρικά - következetlenség, ellentmondás, inkonzisztencia, következetlenséget, ellentmondást
  • ανακουφίζω στα ουγγρικά - kényelem, kényelmet, komfort, kényelmes, kényelmét
  • ανακούφιση στα ουγγρικά - szivárgó, felszabadítás, domborzat, tehermentesítés, szegényellátás, szegénygondozás, nyomorenyhítés, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανακοπή στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: rugózás, szuszpenzió, félbeszakítás, kerékfelfüggesztés, beszüntetés, felfüggesztés, kudarc, hiba, nem, elmulasztása, meghibásodása