Ανακοπή στα λευκορωσικά

Μετάφραση: ανακοπή, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адмова, адмову, адмаўленне
Ανακοπή στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανακοπή

ανακοπή κατά κεδε, ανακοπή κεδε, ανακοπή ερημοδικίας στο εφετείο, ανακοπή κατά δήλωσης τρίτου, ανακοπή κεδε υπόδειγμα, ανακοπή λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ανακοπή στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • ανακοινώνω στα λευκορωσικά - абвяшчаць, мець зносіны, размаўляць, кантактаваць, камунікаваць, мець стасункі
  • ανακολουθία στα λευκορωσικά - неадпаведнасць, неадпаведнасьць
  • ανακουφίζω στα λευκορωσικά - камфорт
  • ανακούφιση στα λευκορωσικά - рэльеф
Τυχαίες λέξεις
Ανακοπή στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: адмова, адмову, адмаўленне