Ανακοπή στα σλοβενικά
Μετάφραση: ανακοπή, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
neuspeh, odpoved, napaka, okvara, okvare
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανακοπή
ανακοπή κατά κεδε, ανακοπή κεδε, ανακοπή ερημοδικίας στο εφετείο, ανακοπή κατά δήλωσης τρίτου, ανακοπή κεδε υπόδειγμα, ανακοπή λεξικό γλώσσας σλοβενικά, ανακοπή στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- ανακοινώνω στα σλοβενικά - oznamovat, komuniciranje, komunicirati, komunicirajo, komunikacijo, sporoči
- ανακολουθία στα σλοβενικά - nedoslednost, neskladje, neskladnost, nedoslednosti, neusklajenost
- ανακουφίζω στα σλοβενικά - zmignit, udobje, comfort, udobnost, udobja, udobne
- ανακούφιση στα σλοβενικά - plastika, relief, olajšava, olajšave, oprostitev, olajšavo
Τυχαίες λέξεις
Ανακοπή στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: neuspeh, odpoved, napaka, okvara, okvare
Μεταφράσεις: neuspeh, odpoved, napaka, okvara, okvare