Απεριποίητος στα εσθονικά

Μετάφραση: απεριποίητος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pesemata, räpane, kasimatu, sassis, lohakas, Ruokkoamaton, Ruokoton
Απεριποίητος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απεριποίητος

απεριποίητος λεξικό γλώσσας εσθονικά, απεριποίητος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • απεργία στα εσθονικά - saavutama, streik, löök, streigi, strike, streiki
  • απεργοσπάστης στα εσθονικά - kärn, streigimurdja, koorik, reetur, Fink, Vasikas, Finki
  • απεριόριστα στα εσθονικά - vabalt, piiramatu, piiranguta, määramata, piiramata, piiramatut
  • απεριόριστος στα εσθονικά - piiramatu, piiranguta, määramata, piiramata, piiramatut
Τυχαίες λέξεις
Απεριποίητος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: pesemata, räpane, kasimatu, sassis, lohakas, Ruokkoamaton, Ruokoton