Ασυνάρτητος στα εσθονικά

Μετάφραση: ασυνάρτητος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
järjekindlusetu, seosetu, seosetud, seosetuks, seosetut, mittekoherentse
Ασυνάρτητος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασυνάρτητος

ασυνάρτητος συνώνυμο, ασυνάρτητος λεξικό γλώσσας εσθονικά, ασυνάρτητος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ασυμμετρία στα εσθονικά - asümmeetria, asümmeetriat, asümmeetriast, asümmeetriategur, asümmeetrilisust
  • ασυμφωνία στα εσθονικά - lahknevus, lahkarvamus, riid, ebakõla, lahkheli, erinevus, lahknevuse, ...
  • ασυνέπεια στα εσθονικά - vasturääkivus, ebakõla, järjekindlusetus, vastuolu, vasturääkivusi, järjekindlusetust
  • ασυνήθιστα στα εσθονικά - erakordselt, ebaharilikult, tavatult, ebatavaliselt, tavalisest
Τυχαίες λέξεις
Ασυνάρτητος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: järjekindlusetu, seosetu, seosetud, seosetuks, seosetut, mittekoherentse