Ασυνάρτητος στα ισλανδικά
Μετάφραση: ασυνάρτητος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samhengislaust, incoherent, samhengislausu
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασυνάρτητος
ασυνάρτητος συνώνυμο, ασυνάρτητος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ασυνάρτητος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ασυμμετρία στα ισλανδικά - asymmetry, Skekking líkindadreifingarinnar, Skekking líkindadreifingarinnar hefur, ósamhverfa, ósamhverfu
- ασυμφωνία στα ισλανδικά - ágreiningur, misræmi, munur, misræmi á, munurinn, ósamræmi
- ασυνέπεια στα ισλανδικά - ósamræmi, ósamkvæmni, óstöðugleikinn, á ósamræmi, ósamræmi að
- ασυνήθιστα στα ισλανδικά - óvenju, óvenjulega, óeðlilega, óvenjumikil
Τυχαίες λέξεις
Ασυνάρτητος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: samhengislaust, incoherent, samhengislausu
Μεταφράσεις: samhengislaust, incoherent, samhengislausu