Διαστρεβλώνω στα εσθονικά

Μετάφραση: διαστρεβλώνω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hoiatavalt, võltsing, võltsima, moonutama, Typistää, falsifitseerima
Διαστρεβλώνω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαστρεβλώνω

διαστρεβλώνω ορισμος, διαστρεβλώνω αγγλικά, διαστρεβλώνω αντωνυμο, διαστρεβλώνω σημασια, διαστρεβλώνω λεξικό γλώσσας εσθονικά, διαστρεβλώνω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • διασταύρωση στα εσθονικά - liitmik, teedesõlm, liiklussõlm, Junction, ristmikul, ristmiku, ristteel
  • διαστολή στα εσθονικά - edasiarendus, laiendamine, laienemine, paisumine, laienemist, laiendamise, laiendamiseks
  • διασυρμός στα εσθονικά - alandus, Parjaus, halvustamisega
  • διασφαλίζω στα εσθονικά - turvaline, kinnitama, tagama, immuniseerima, kaitsepookimiseks, immuniseerimiseks, immuniseerida, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαστρεβλώνω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: hoiatavalt, võltsing, võltsima, moonutama, Typistää, falsifitseerima