Διαστρεβλώνω στα τούρκικα
Μετάφραση: διαστρεβλώνω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
saptırmak, garble, tahrif, bozmak, oynama yapmak
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαστρεβλώνω
διαστρεβλώνω ορισμος, διαστρεβλώνω αγγλικά, διαστρεβλώνω αντωνυμο, διαστρεβλώνω σημασια, διαστρεβλώνω λεξικό γλώσσας τούρκικα, διαστρεβλώνω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- διασταύρωση στα τούρκικα - kavşak, birleşme, birleşim, bileşke, kavşağı
- διαστολή στα τούρκικα - genişleme, genişletme, genleşme, genişlemesi, büyüme
- διασυρμός στα τούρκικα - iftira, yerme, kötüleme, kötülenmesi, gibi tanımlar ise
- διασφαλίζω στα τούρκικα - bağlamak, sağlamlaştırmak, sağlamak, himaye, koruma, emin, bağışıklık kazandırmak, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαστρεβλώνω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: saptırmak, garble, tahrif, bozmak, oynama yapmak
Μεταφράσεις: saptırmak, garble, tahrif, bozmak, oynama yapmak