Διαστρεβλώνω στα ολλανδικά

Μετάφραση: διαστρεβλώνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verdraaien, verminken, verminkt, onherkenbaar, garble
Διαστρεβλώνω στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαστρεβλώνω

διαστρεβλώνω ορισμος, διαστρεβλώνω αγγλικά, διαστρεβλώνω αντωνυμο, διαστρεβλώνω σημασια, διαστρεβλώνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διαστρεβλώνω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διασταύρωση στα ολλανδικά - vereniging, aansluiting, knooppunt, kruising, afslag, splitsing, kruispunt
  • διαστολή στα ολλανδικά - expansie, vergroting, uitzetting, uitbreiding, groei, uitbreiding van
  • διασυρμός στα ολλανδικά - spot, vernedering, laster, belasteren, verguizing, vilification, belastering
  • διασφαλίζω στα ολλανδικά - verzekeren, vast, vastmaken, waarborgen, beveiligen, bevestigen, vaststellen, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαστρεβλώνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verdraaien, verminken, verminkt, onherkenbaar, garble