Διαστρεβλώνω στα λιθουανικά
Μετάφραση: διαστρεβλώνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sukeisti, Manipuliuojama, Iškreipia faktus, Lankomumo, iškraipyti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαστρεβλώνω
διαστρεβλώνω ορισμος, διαστρεβλώνω αγγλικά, διαστρεβλώνω αντωνυμο, διαστρεβλώνω σημασια, διαστρεβλώνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διαστρεβλώνω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- διασταύρωση στα λιθουανικά - mazgas, sandūra, Junction, sankryžos, sankryža
- διαστολή στα λιθουανικά - plėtra, išplėtimas, plėtrą, plėtimosi, plėsti
- διασυρμός στα λιθουανικά - vilification, Zākāšana, Oczernianie
- διασφαλίζω στα λιθουανικά - imunizuoti, skiepai, imunitetą, skiepyti
Τυχαίες λέξεις
Διαστρεβλώνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: sukeisti, Manipuliuojama, Iškreipia faktus, Lankomumo, iškraipyti
Μεταφράσεις: sukeisti, Manipuliuojama, Iškreipia faktus, Lankomumo, iškraipyti