Διασφαλίζω στα εσθονικά

Μετάφραση: διασφαλίζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
turvaline, kinnitama, tagama, immuniseerima, kaitsepookimiseks, immuniseerimiseks, immuniseerida, immuniseerimisel
Διασφαλίζω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διασφαλίζω

διασφαλίζω λεξικό, διασφαλίζω στα αγγλικά, διασφαλίζω ορισμός, διασφαλίζω μετάφραση, διασφαλίζω συνώνυμα, διασφαλίζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, διασφαλίζω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • διαστρεβλώνω στα εσθονικά - hoiatavalt, võltsing, võltsima, moonutama, Typistää, falsifitseerima
  • διασυρμός στα εσθονικά - alandus, Parjaus, halvustamisega
  • διασχίζω στα εσθονικά - ristama, rist, ristsööt, ületada, ületavad, läbida, risti
  • διασώζω στα εσθονικά - säilitama, säästma, päästma, salvestama, päästmine, päästmiseks, pääste, ...
Τυχαίες λέξεις
Διασφαλίζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: turvaline, kinnitama, tagama, immuniseerima, kaitsepookimiseks, immuniseerimiseks, immuniseerida, immuniseerimisel