Διασφαλίζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: διασφαλίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
salvaguardar, salvaguarda, seguro, imunizar, imunização, vacinar, imunização de, imunizar os
Διασφαλίζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διασφαλίζω

διασφαλίζω λεξικό, διασφαλίζω στα αγγλικά, διασφαλίζω ορισμός, διασφαλίζω μετάφραση, διασφαλίζω συνώνυμα, διασφαλίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διασφαλίζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διαστρεβλώνω στα πορτογαλικά - urdir, aviso, adulterar, deturpar, deturpação, garble, truncar
  • διασυρμός στα πορτογαλικά - vilipêndio, calúnia, difamação, aviltamento, vilificação
  • διασχίζω στα πορτογαλικά - cruzar, cruz, atravessar, cruzam, atravesse
  • διασώζω στα πορτογαλικά - rescindir, conservas, salvamento, apresentação, economizar, salvar, remir, ...
Τυχαίες λέξεις
Διασφαλίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: salvaguardar, salvaguarda, seguro, imunizar, imunização, vacinar, imunização de, imunizar os