Διασφαλίζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: διασφαλίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
imunizuoti, skiepai, imunitetą, skiepyti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διασφαλίζω
διασφαλίζω λεξικό, διασφαλίζω στα αγγλικά, διασφαλίζω ορισμός, διασφαλίζω μετάφραση, διασφαλίζω συνώνυμα, διασφαλίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διασφαλίζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- διαστρεβλώνω στα λιθουανικά - sukeisti, Manipuliuojama, Iškreipia faktus, Lankomumo, iškraipyti
- διασυρμός στα λιθουανικά - vilification, Zākāšana, Oczernianie
- διασχίζω στα λιθουανικά - kryžius, kirsti, kerta, pereiti, neprasiskverbs
- διασώζω στα λιθουανικά - taupyti, gelbėjimas, gelbėjimo, sanavimo, Rescue, avarinio gelbėjimo
Τυχαίες λέξεις
Διασφαλίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: imunizuoti, skiepai, imunitetą, skiepyti
Μεταφράσεις: imunizuoti, skiepai, imunitetą, skiepyti