Διορίζομαι στα εσθονικά
Μετάφραση: διορίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pühendama, rõivastama, investeerima, määratud, Nimetatakse, Tööle, nimetatavate, nimetas ametisse
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διορίζομαι
διορίζομαι λεξικό γλώσσας εσθονικά, διορίζομαι στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- διοικώ στα εσθονικά - haldama, manustama, dioiko
- διορία στα εσθονικά - tähtaeg, semester, oskussõna, tähtaja, tähtaega, tähtajaks, tähtajast
- διορίζω στα εσθονικά - delegeerima, Depute, Volitab, asetäitjaks, asetäitjaks määrama
- διορατικός στα εσθονικά - läbinägelik, taiplik, ettenägev, tähelepanelik, Täpne arvatav, Terav
Τυχαίες λέξεις
Διορίζομαι στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: pühendama, rõivastama, investeerima, määratud, Nimetatakse, Tööle, nimetatavate, nimetas ametisse
Μεταφράσεις: pühendama, rõivastama, investeerima, määratud, Nimetatakse, Tööle, nimetatavate, nimetas ametisse