Καθαρός στα εσθονικά
Μετάφραση: καθαρός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
täielik, laitmatu, tühi, püstloodne, pööre, puhas, selge, selgelt, selged, selget
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθαρός
καθαρός αριθμός, καθαρόσ κύκλοσ εργασιών, καθαρός βασικος μισθος 2014, καθαρός συνώνυμο, καθαρός μισθός, καθαρός λεξικό γλώσσας εσθονικά, καθαρός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- καθαριστήριο στα εσθονικά - pesu, pesumaja, pesumajateenused, ööpäevaringne
- καθαριστής στα εσθονικά - koristaja, puhastaja, puhastusvahendi, gaasipesuseadme
- καθελκύω στα εσθονικά - kaater, start, algatama, on käivitatud, käivitatakse, käivitub, käivitamisel, ...
- καθεστώς στα εσθονικά - valitsusvõim, kord, režiimi, korra, korda, režiim
Τυχαίες λέξεις
Καθαρός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: täielik, laitmatu, tühi, püstloodne, pööre, puhas, selge, selgelt, selged, selget
Μεταφράσεις: täielik, laitmatu, tühi, püstloodne, pööre, puhas, selge, selgelt, selged, selget