Κολακεύω στα εσθονικά
Μετάφραση: κολακεύω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lipitsema, blarney, Mairittelu, Make, Make abil
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κολακεύω
κολακεύω αντωνυμο, κολακεύω συνώνυμο, κολακεύω συνώνυμα, κολακεύω στα αγγλικα, κολακεύω λεξικό γλώσσας εσθονικά, κολακεύω στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- κολίγας στα εσθονικά - asukas, üürnik, Renditalude, Crofters, Väiketalude, rendita- lude pidajatest
- κολακευτικός στα εσθονικά - meelitav, ülistav
- κολασμένος στα εσθονικά - hukkamõistetud, neetud, kuradi, neetult, äraneetud
- κολασμός στα εσθονικά - needmine, hukatus, needus, karistus, karistuse, karistamise, karistust, ...
Τυχαίες λέξεις
Κολακεύω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: lipitsema, blarney, Mairittelu, Make, Make abil
Μεταφράσεις: lipitsema, blarney, Mairittelu, Make, Make abil