Κολακεύω στα τούρκικα
Μετάφραση: κολακεύω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pohpohlamak, yağcılık, Blarney, the blarney, dalkavukluk, yaltaklanma
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κολακεύω
κολακεύω αντωνυμο, κολακεύω συνώνυμο, κολακεύω συνώνυμα, κολακεύω στα αγγλικα, κολακεύω λεξικό γλώσσας τούρκικα, κολακεύω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- κολίγας στα τούρκικα - kiracı, crofters, The Crofters
- κολακευτικός στα τούρκικα - yaranmaya çalışan, yalaka, dalkavuk, yaltakçı, yaranmaya
- κολασμένος στα τούρκικα - lanetli, kahrolası, lanetlenmiş, lanet olası, Allah'ın belâsı
- κολασμός στα τούρκικα - ceza, cezası, cezalandırma, azap, cezanın
Τυχαίες λέξεις
Κολακεύω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: pohpohlamak, yağcılık, Blarney, the blarney, dalkavukluk, yaltaklanma
Μεταφράσεις: pohpohlamak, yağcılık, Blarney, the blarney, dalkavukluk, yaltaklanma