Κολακεύω στα τσεχικά

Μετάφραση: κολακεύω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
podkuřovat, lahodit, lichotit, pochlebovat, pochlebování, Blarney
Κολακεύω στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κολακεύω

κολακεύω αντωνυμο, κολακεύω συνώνυμο, κολακεύω συνώνυμα, κολακεύω στα αγγλικα, κολακεύω λεξικό γλώσσας τσεχικά, κολακεύω στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • κολίγας στα τσεχικά - pachtýř, majitel, nájemník, pronajmout, nájemce, Crofters, chalupníků
  • κολακευτικός στα τσεχικά - lichotný, lichotivý, lichotnický
  • κολασμένος στα τσεχικά - prokletý, zatracený, zatraceně, zatracená, damned, zatracené
  • κολασμός στα τσεχικά - zatracení, prokletí, odsouzení, trest, trestání, trestu, trestem, ...
Τυχαίες λέξεις
Κολακεύω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: podkuřovat, lahodit, lichotit, pochlebovat, pochlebování, Blarney