Κολακεύω στα πολωνικά
Μετάφραση: κολακεύω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pochlebiać, schlebiać, przypochlebiać, połechtać, kadzić, kadzenie, pochlebstwo, Blarney, w Blarney
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κολακεύω
κολακεύω αντωνυμο, κολακεύω συνώνυμο, κολακεύω συνώνυμα, κολακεύω στα αγγλικα, κολακεύω λεξικό γλώσσας πολωνικά, κολακεύω στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- κολίγας στα πολωνικά - lokator, najemca, dzierżawca, dzierżawić, wynajemca, dzierżawców, dzierżawcy, ...
- κολακευτικός στα πολωνικά - pochlebczy, pochlebny
- κολασμένος στα πολωνικά - cholerny, przeklęty, cholernie, potępionych, przeklęta
- κολασμός στα πολωνικά - potępienie, kara, karanie, kary, karania, karą
Τυχαίες λέξεις
Κολακεύω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: pochlebiać, schlebiać, przypochlebiać, połechtać, kadzić, kadzenie, pochlebstwo, Blarney, w Blarney
Μεταφράσεις: pochlebiać, schlebiać, przypochlebiać, połechtać, kadzić, kadzenie, pochlebstwo, Blarney, w Blarney