Κολακεύω στα ολλανδικά
Μετάφραση: κολακεύω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
flatteren, vleien, Blarney, vlei, vleit, in Blarney
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κολακεύω
κολακεύω αντωνυμο, κολακεύω συνώνυμο, κολακεύω συνώνυμα, κολακεύω στα αγγλικα, κολακεύω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κολακεύω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κολίγας στα ολλανδικά - huurder, pachter, crofters, onderpachters, keuterboeren, van Crofters, keuters
- κολακευτικός στα ολλανδικά - kruiperig, poesvriendelijk, vleiend
- κολασμένος στα ολλανδικά - verdoemde, verdomd, verdoemden, verdomde, vervloekte
- κολασμός στα ολλανδικά - straf, bestraffing, straffen, de straf, doodstraf
Τυχαίες λέξεις
Κολακεύω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: flatteren, vleien, Blarney, vlei, vleit, in Blarney
Μεταφράσεις: flatteren, vleien, Blarney, vlei, vleit, in Blarney