Λινός στα εσθονικά
Μετάφραση: λινός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lina, pesu, batist, Batisti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λινός
λινός γιατρός, λινός χειρουργός, ανδρέας λινός, γιάννης λινός, λινός κακοπετριά, λινός λεξικό γλώσσας εσθονικά, λινός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- λινάρι στα εσθονικά - lina, lina-, flax, linakiu, linast
- λινό στα εσθονικά - lina, linane, linasest, linase, linased
- λιπαίνω στα εσθονικά - viljastama, väetama, väetada, väetamiseks, väetatakse, vaetada
- λιπαντικό στα εσθονικά - rasv, määrdeaine, määrima, määre, rasva, grease, määrdega
Τυχαίες λέξεις
Λινός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: lina, pesu, batist, Batisti
Μεταφράσεις: lina, pesu, batist, Batisti