Λινός στα ουκρανικά
Μετάφραση: λινός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
півзахисник, батист, Батіст
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λινός
λινός γιατρός, λινός χειρουργός, ανδρέας λινός, γιάννης λινός, λινός κακοπετριά, λινός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, λινός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- λινάρι στα ουκρανικά - льон, лен, ле
- λινό στα ουκρανικά - лен, льон, білизна, білизну, білизні, белье, речі
- λιπαίνω στα ουκρανικά - удобрювати, вдобрювати, підживлювати, удобряти, угноювати
- λιπαντικό στα ουκρανικά - змазувати, мастити, змазати, незграбний, змастити, змащувати, мастило, ...
Τυχαίες λέξεις
Λινός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: півзахисник, батист, Батіст
Μεταφράσεις: півзахисник, батист, Батіст