Λινός στα ολλανδικά
Μετάφραση: λινός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
linnen, batist, cambric, batisten
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λινός
λινός γιατρός, λινός χειρουργός, ανδρέας λινός, γιάννης λινός, λινός κακοπετριά, λινός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λινός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- λινάρι στα ολλανδικά - vlas, vezelvlas, van vlas, sector vezelvlas, de sector vezelvlas
- λινό στα ολλανδικά - vlas, linnen, linnengoed, beddengoed, lakens, wasgoed
- λιπαίνω στα ολλανδικά - bevruchten, bemesten, te bevruchten, bevrucht, te bemesten
- λιπαντικό στα ολλανδικά - smeer, smeren, invetten, vet, vetten, smeervet, vetvrij
Τυχαίες λέξεις
Λινός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: linnen, batist, cambric, batisten
Μεταφράσεις: linnen, batist, cambric, batisten