Λινός στα ουγγρικά
Μετάφραση: λινός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lenvászon, vászon, batiszt, gyolcsból, patyolat, a batiszt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λινός
λινός γιατρός, λινός χειρουργός, ανδρέας λινός, γιάννης λινός, λινός κακοπετριά, λινός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, λινός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- λινάρι στα ουγγρικά - len, rostlen, len-, a len, lenrost
- λινό στα ουγγρικά - len, vászon, ágynemű, textília, lenvászon
- λιπαίνω στα ουγγρικά - termékenyít, megtermékenyítő, megtermékenyíteni, megtermékenyítő hatás, termékenyítik
- λιπαντικό στα ουγγρικά - síkosító, zsírozó, zsír, zsírt, zsírral, kenőzsír, kenőanyag
Τυχαίες λέξεις
Λινός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: lenvászon, vászon, batiszt, gyolcsból, patyolat, a batiszt
Μεταφράσεις: lenvászon, vászon, batiszt, gyolcsból, patyolat, a batiszt