Λινός στα ιταλικά

Μετάφραση: λινός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lino, biancheria, cambrì, cambric, batista, di batista, del cambric
Λινός στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λινός

λινός γιατρός, λινός χειρουργός, ανδρέας λινός, γιάννης λινός, λινός κακοπετριά, λινός λεξικό γλώσσας ιταλικά, λινός στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • λινάρι στα ιταλικά - lino, di lino, il lino, del lino, settore del lino
  • λινό στα ιταλικά - biancheria, lino, biancheria da, lenzuola, di lino
  • λιπαίνω στα ιταλικά - fertilizzare, fecondare, concimare, concimare le, concimare i
  • λιπαντικό στα ιταλικά - untume, ungere, grasso, lubrificante, ingrassare, di grasso, il grasso, ...
Τυχαίες λέξεις
Λινός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: lino, biancheria, cambrì, cambric, batista, di batista, del cambric