Λινός στα σουηδικά

Μετάφραση: λινός, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
linne, cambric, kambrik, batist
Λινός στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λινός

λινός γιατρός, λινός χειρουργός, ανδρέας λινός, γιάννης λινός, λινός κακοπετριά, λινός λεξικό γλώσσας σουηδικά, λινός στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • λινάρι στα σουηδικά - lin, lin-, av lin, spånadslin, linfibrer
  • λινό στα σουηδικά - lin, linne, kläder, sängkläder, lakan
  • λιπαίνω στα σουηδικά - befrukta, gödsla, gödslar, befruktar, fertilize
  • λιπαντικό στα σουηδικά - fett, smet, smörja, talg, flott, fettet, smörjfett
Τυχαίες λέξεις
Λινός στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: linne, cambric, kambrik, batist