Λινός στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: λινός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
cambric
Λινός στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λινός

λινός γιατρός, λινός χειρουργός, ανδρέας λινός, γιάννης λινός, λινός κακοπετριά, λινός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, λινός στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • λινάρι στα σλαβομακεδονικά - лен, ленено, ленени, ленот, Лена
  • λινό στα σλαβομακεδονικά - лен, постелнина, платно, ленени, ленено
  • λιπαίνω στα σλαβομακεδονικά - оплоди, ја оплоди, оплодат, оплодуваат, опрашвам
  • λιπαντικό στα σλαβομακεδονικά - маст, маснотии, маснотија, маснотијата, масти
Τυχαίες λέξεις
Λινός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: cambric