Λινός στα τούρκικα
Μετάφραση: λινός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
patiska, cambric, beyaz keten, pamuklu ince kumaş, ince beyaz keten
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λινός
λινός γιατρός, λινός χειρουργός, ανδρέας λινός, γιάννης λινός, λινός κακοπετριά, λινός λεξικό γλώσσας τούρκικα, λινός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- λινάρι στα τούρκικα - keten, flax, keten tohumu
- λινό στα τούρκικα - keten, örtüsü, çarşaf, çarşaflar, çarşafları
- λιπαίνω στα τούρκικα - döllemek, döller, dölleme, fertilize, gübrelemek
- λιπαντικό στα τούρκικα - kir, pislik, gres, yağ, gresi, yağı, gres yağı
Τυχαίες λέξεις
Λινός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: patiska, cambric, beyaz keten, pamuklu ince kumaş, ince beyaz keten
Μεταφράσεις: patiska, cambric, beyaz keten, pamuklu ince kumaş, ince beyaz keten