Νοθεύω στα εσθονικά

Μετάφραση: νοθεύω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lahjendama, rikkuma, sophisticate, võltsuma, Tore inimene
Νοθεύω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νοθεύω

νοθεύω συνώνυμο, νοθεύω english, νοθεύω στα αγγλικά, νοθεύω αγγλικά, νοθεύω λεξικό γλώσσας εσθονικά, νοθεύω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • νοημοσύνη στα εσθονικά - aru, intellekt, intelligentsus, luure, jälitusteabe, luureandmete, intelligentsust
  • νοητός στα εσθονικά - mõeldav, lihtsalt mõttemäng, mõeldava
  • νοιάζομαι στα εσθονικά - asi, olemus, aine, hoolitsemine, eest hoolt, hoolt, hoolduse, ...
  • νοικάρης στα εσθονικά - üürnik, asukas, toaüürnik, üüriline
Τυχαίες λέξεις
Νοθεύω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: lahjendama, rikkuma, sophisticate, võltsuma, Tore inimene