Νοθεύω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: νοθεύω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
софизми
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νοθεύω
νοθεύω συνώνυμο, νοθεύω english, νοθεύω στα αγγλικά, νοθεύω αγγλικά, νοθεύω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, νοθεύω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- νοημοσύνη στα σλαβομακεδονικά - интелигенција, разузнавање, разузнавачките, разузнавачки, разузнавачка
- νοητός στα σλαβομακεδονικά - замисливо
- νοιάζομαι στα σλαβομακεδονικά - материја, нега, заштита, грижа, нега на, се грижи
- νοικάρης στα σλαβομακεδονικά - roomer
Τυχαίες λέξεις
Νοθεύω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: софизми
Μεταφράσεις: софизми