Νοθεύω στα τσεχικά
Μετάφραση: νοθεύω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
falšovat, zfalšovat, obloudit, sophisticate
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νοθεύω
νοθεύω συνώνυμο, νοθεύω english, νοθεύω στα αγγλικά, νοθεύω αγγλικά, νοθεύω λεξικό γλώσσας τσεχικά, νοθεύω στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- νοημοσύνη στα τσεχικά - rozum, intelekt, duch, mozek, inteligence, inteligenci, zpravodajské, ...
- νοητός στα τσεχικά - myslitelný, myslitelné, myslitelná
- νοιάζομαι στα τσεχικά - hmota, otázka, látka, námět, podstata, hnis, záležitost, ...
- νοικάρης στα τσεχικά - nájemník, nájemce, pronajmout, majitel, pachtýř, podnájemník, ROOMER
Τυχαίες λέξεις
Νοθεύω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: falšovat, zfalšovat, obloudit, sophisticate
Μεταφράσεις: falšovat, zfalšovat, obloudit, sophisticate