Οξικός στα εσθονικά
Μετάφραση: οξικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
äädik-, äädikhappe, äädikhape, äädikhappega, äädikhapet
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οξικός
οξικός μόλυβδος, οξικός χαλκός, οξικός φαινυλεστέρας, οξικός ψευδάργυρος, οξικόσ εστέρασ, οξικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, οξικός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- οντότητα στα εσθονικά - isik, olem, ettevõte, üksus, üksuse, üksusele
- οξείδιο στα εσθονικά - oksiid, oksiidi, oxide, oksiidiks, oksiid-
- οξυγονοκολλώ στα εσθονικά - tervitama, oxygonokollo
- οξυγόνωση στα εσθονικά - oksügenatsiooni, hapnikuga varustamine, oksügenatsioon, oksügenisatsioon, oksügenisatsiooni
Τυχαίες λέξεις
Οξικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: äädik-, äädikhappe, äädikhape, äädikhappega, äädikhapet
Μεταφράσεις: äädik-, äädikhappe, äädikhape, äädikhappega, äädikhapet