Οξικός στα τούρκικα
Μετάφραση: οξικός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
asetik
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οξικός
οξικός μόλυβδος, οξικός χαλκός, οξικός φαινυλεστέρας, οξικός ψευδάργυρος, οξικόσ εστέρασ, οξικός λεξικό γλώσσας τούρκικα, οξικός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- οντότητα στα τούρκικα - varlık, işletme, işletmenin, taraf
- οξείδιο στα τούρκικα - oksit, oksid, oksidin
- οξυγονοκολλώ στα τούρκικα - oxygonokollo
- οξυγόνωση στα τούρκικα - oksijenlenme, oksijenasyon, oksijenasyonu, oksijenizasyon, oksijenizasyonu
Τυχαίες λέξεις
Οξικός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: asetik
Μεταφράσεις: asetik