Οξικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: οξικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acético, ac�ico, acético a
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οξικός
οξικός μόλυβδος, οξικός χαλκός, οξικός φαινυλεστέρας, οξικός ψευδάργυρος, οξικόσ εστέρασ, οξικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, οξικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- οντότητα στα πορτογαλικά - entidade, entidade de, entidades, entidade que, de entidade
- οξείδιο στα πορτογαλικά - óxido, óxido de, de óxido, de óxido de, o óxido
- οξυγονοκολλώ στα πορτογαλικά - solda, oxygonokollo
- οξυγόνωση στα πορτογαλικά - oxigenação, a oxigenação, da oxigenação, de oxigenação, oxigenação do
Τυχαίες λέξεις
Οξικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: acético, ac�ico, acético a
Μεταφράσεις: acético, ac�ico, acético a