Περιοδικό στα εσθονικά
Μετάφραση: περιοδικό, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ajakiri, ajakirja, ajakirjade, ajakirjas, magazine
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιοδικό
περιοδικό ψυχολογία, περιοδικό crash, περιοδικό hello, περιοδικό αρχαιολογία, περιοδικό οκ, περιοδικό λεξικό γλώσσας εσθονικά, περιοδικό στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- περιοδεύω στα εσθονικά - ringkäik, turnee, huvireis, ekskursioon, reisi-, tour
- περιοδικά στα εσθονικά - aeg-ajalt, korrapäraselt, perioodiliselt, okasionalism, regulaarselt
- περιορίζω στα εσθονικά - piir, limiit, taandama, aurutama, piirama, vangistama, redutseerima, ...
- περιορισμένος στα εσθονικά - piiratud, piirata, piirdub, kitsendustega, piiratakse
Τυχαίες λέξεις
Περιοδικό στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: ajakiri, ajakirja, ajakirjade, ajakirjas, magazine
Μεταφράσεις: ajakiri, ajakirja, ajakirjade, ajakirjas, magazine